Iatropedia.gr – Θ.Τρύφων (14.02.2017)
Βλέπετε κάποια λογική στον καθορισμό του προϋπολογισμού για την ετήσια φαρμακευτική δαπάνη;
-Στο πλαίσιο των κλειστών προϋπολογισμών φαρμακευτικής δαπάνης, η δημόσια ασφάλιση δεσμεύει κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο, προκαθορισμένο ποσό για φάρμακα. Η όποια υπέρβαση του ποσού αυτού επιμερίζεται (με βάση τα μερίδια αγοράς κάθε εταιρείας) και επιστρέφεται από τη φαρμακοβιομηχανία μέσω του μηχανισμού του clawback.
Ο καθορισμός κλειστών προϋπολογισμών δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη λανθασμένη πρακτική. Το πρόβλημα στη χώρα μας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικές στρεβλώσεις :
· Ο καθορισμός των προϋπολογισμών γίνεται με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της δημοσιονομικής προσαρμογής χωρίς καμία αναφορά στις πραγματικές ανάγκες, στο φορτίο νοσηρότητας και τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας.
· Παρόλο που η υπέρβαση της δαπάνης προκαλείται κατά βάση από τον όγκο και την αποζημίωση των νέων ακριβών φαρμάκων, εντούτοις η υπέρβαση επιμερίζεται και στα γενόσημα φάρμακα που όχι μόνο δεν αυξάνουν τη δαπάνη αλλά αντίθετα συμβάλλουν στη μείωσή της.
· Έτσι στη χώρα μας, από τη μια η Πολιτεία επιδιώκει την αύξηση των μεριδίων αγοράς των γενοσήμων όπως ορίζει το Μνημόνιο και από την άλλη τιμωρεί τα γενόσημα με clawback για το οποίο δεν ευθύνονται. Κατά συνέπεια οι βιομηχανίες γενοσήμων κατ’ ουσία επιβαρύνονται λόγω της αδυναμίας της Πολιτείας να ελέγξει την κατανάλωση και το κόστος των ακριβών νέων εισαγόμενων φαρμάκων.
· Όπου αλλού έχει εφαρμοστεί το clawback χρησιμοποιείται ως έκτακτο μέτρο περιορισμένης διάρκειας με στόχο τη συγκράτηση της δαπάνης. Δυστυχώς στην Ελλάδα, από το 2012, το clawback έχει μετατραπεί σε βασικό μέτρο της φαρμακευτικής πολιτικής. Η πρακτική αυτή είναι άδικη, αντιαναπτυξιακή, στρέφεται εναντίον κάθε έννοιας επιχειρηματικότητας, και τελικά λειτουργεί ως μηχανισμός αδράνειας για την εφαρμογή βιώσιμων διαρθρωτικών πολιτικών για τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής αγοράς.
Πρόκειται για υπερβολικά χαμηλό προϋπολογισμό ή υπάρχουν κι άλλα περιθώρια μείωσης;
-Έπειτα από την υπερβολή των δημόσιων φαρμακευτικών δαπανών της περιόδου 2000-2009 (2009 : 5,1 δις. €) σήμερα έχουμε φθάσει σε μια νέα υπερβολή, με τον προϋπολογισμό στόχο για την περίοδο 2016 – 2018 να ορίζεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (1,945 δις. €). Το γεγονός αυτό έχει τις ακόλουθες συνέπειες :
· Η χώρα καλείται να προσαρμοστεί σε επίπεδα φαρμακευτικής δαπάνης της περιόδου 2002-2003 (15 χρόνια πίσω!) χωρίς όμως να υπολογίζεται ότι εντωμεταξύ στα 15 αυτά χρόνια έχουν κυκλοφορήσει εκατοντάδες νέα φάρμακα με υψηλότερες τιμές τα οποία υποκαθιστούν παλιότερες φθηνότερες θεραπείες, με αποτέλεσμα την αύξηση του μέσου κόστους της συνταγής.
· Η σταθεροποίηση του προϋπολογισμού σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα για την περίοδο 2016-2018 αποτρέπει την κυκλοφορία νέων καινοτόμων φαρμάκων και στερεί απαραίτητες αποτελεσματικές εξειδικευμένες θεραπείες από τους ασθενείς.
· Η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης μέχρι έχει επιτευχθεί μέσω συνεχών βίαιων πιέσεων στις τιμές των φαρμάκων και της επιβολής υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebate) και επιστροφών (clawback). Η υπερβολική χρήση των εργαλείων αυτών απειλεί τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων η οποία καλείται πλέον να διαθέτει δωρεάν το 1 στα 3 φάρμακα που προμηθεύεται η δημόσια ασφάλιση.
Με τα γενόσημα τι έγινε; Έχουν τις τιμές που θα έπρεπε να έχουν;
-Στο πλαίσιο της προσπάθειας περιστολής της δαπάνης μετά την προσχώρηση της χώρας στο μηχανισμό δημοσιονομικής προσαρμογής, τα γενόσημα φάρμακα έχουν δεχθεί δυσανάλογη τιμολογιακή πίεση σε σχέση με τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη.
Σήμερα, πολλά καταξιωμένα και οικονομικώς προσιτά ελληνικά γενόσημα φάρμακα, βρίσκονται πλέον στο όριο της βιωσιμότητάς τους, έχοντας δεχθεί μειώσεις τιμών που φθάνουν ακόμη και το 80%! Παρά όμως τη σημαντική μείωση των τιμών τους, τα μερίδια αγοράς των γενοσήμων παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Εάν τα φάρμακα αυτά αποσυρθούν θα υποκατασταθούν από νεότερα ακριβότερα, γεγονός που θα οδηγήσει σε ένα νέο φαύλο κύκλο αύξησης της δαπάνης, υπέρβασης των στόχων-προϋπολογισμών και επιβολής ακόμη υψηλότερου clawback. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το περιβάλλον αυτό δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται βιώσιμο.
Κάποιοι λένε ότι τα ελληνικά γενόσημα είναι ακριβά. Τι απαντάτε σε αυτό;
-Οι τιμές των γενοσήμων φαρμάκων πράγματι βρίσκονταν σε σχετικά υψηλά επίπεδα μέχρι το 2009. Από τότε μέχρι σήμερα, οι τιμές των γενοσήμων έχουν υποστεί μειώσεις που ξεπερνούν το 67% μεσοσταθμικά. H υπερβολική αυτή πίεση στις τιμές των γενοσήμων σε συνδυασμό με τις υπέρογκες υποχρεωτικές εκπτώσεις (rebate) και επιστροφές (clawback) οδηγούν πολλά γενόσημα στην έξοδο από την αγορά. Η δε πρόσφατη αναθεώρηση της μεθοδολογίας για την τιμολόγηση των φαρμάκων που έγινε τον Δεκέμβριο του 2016, επιταχύνει τη διαδικασία αυτή προδιαγράφοντας νέες βίαιες μειώσεις των τιμών σε μια σειρά από παλαιά δοκιμασμένα και αποτελεσματικά φάρμακα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας τα οποία οδηγούνται σε εξόντωση.
Σήμερα κανείς δεν μπορεί πλέον να μιλά για ακριβά γενόσημα, παρόλο που κάποιοι επιμένουν να αναπαράγουν επιλεκτικά λανθασμένες πληροφορίες και συγκρίσεις π.χ. λιανικών τιμών στην Ελλάδα και τιμών αποζημίωσης σε άλλες χώρες με διαφορετικά μεγέθη αγοράς, διαφορετικά συστήματα αποζημίωσης, διαφορετική κουλτούρα χρήσης γενοσήμων και βέβαια διαφορετικές πρόσθετες υποχρεωτικές επιβαρύνσεις στα γενόσημα.
Δώστε μας ένα παράδειγμα…
-Σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία για την τιμολόγηση, ένα πρωτότυπο φάρμακο έχει π.χ. τιμή 10 € όσο διαρκεί η πατέντα του. Η τιμή αυτή προκύπτει ως ο μέσος όρος των 3 χαμηλότερων τιμών του ίδιου φαρμάκου στις 27 χώρες της Ε.Ε. Όταν η πατέντα του φαρμάκου λήξει, τότε μπορούν να κυκλοφορήσουν γενόσημα με τιμή 3,25 €. Εάν υπολογιστούν οι υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές (rebate – clawback) τότε η πραγματική τιμή των γενοσήμων κυμαίνεται μεταξύ 2,7€ – 2,9€. Κατά συνέπεια η έννοια φθηνού -ακριβού γενοσήμου είναι σχετική και εξαρτάται από το κατά πόσο είναι σε θέση να παράγει εξοικονομήσεις.
Ποιο είναι τότε το πρόβλημα;
-Δυστυχώς, η Πολιτεία αδυνατεί να αξιοποιήσει τη σημαντική αυτή μείωση του κόστους των θεραπειών κατά 70% σε σχέση με το αρχικό κόστος, εφαρμόζοντας εδώ και δεκαετίες μια στρεβλή φαρμακευτική πολιτική. Έτσι αντί η συνταγογράφηση να στραφεί στα οικονομικότερα γενόσημα, μετατοπίζεται σε νέα ακριβότερα φάρμακα για τις ίδιες ενδείξεις αλλά με πολλαπλάσια τιμή. Παράλληλα το ενδιαφέρον της Πολιτείας εστιάζεται μονίμως και μονομερώς στην περαιτέρω συμπίεση της τιμής των γενοσήμων και των παλαιών φαρμάκων τα οποία πλέον απαξιώνονται τιμολογιακά σε σημείο που η κυκλοφορία τους καθίσταται αδύνατη, ενώ την ίδια στιγμή αποζημιώνει τις ακριβές νέες θεραπείες χωρίς διαπραγμάτευση των τιμών τους όπως συμβαίνει σε όλα τα σύγχρονα κράτη.