Τα τελευταία χρόνια, η αυτονόητη και απαραίτητη προσπάθεια της Πολιτείας για εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, έφτασε σε τέτοια υπερβολή στο χώρο του φαρμάκου, που κατέστησε αμφίβολη ακόμα και την ίδια τη βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης. Οι ρυθμίσεις που προκρίθηκαν βασίζονταν κατά κανόνα σε πρόχειρο προγραμματισμό και είχαν στόχους λογιστικού χαρακτήρα. Πλέον είναι εμφανές ότι οι ρυθμίσεις αυτές έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν ένα ορθολογικό πλαίσιο λειτουργίας για τη φαρμακευτική αγορά.
Με εξαίρεση τη μόνη ουσιαστική διαρθρωτική παρέμβαση των τελευταίων χρόνων, το σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, όλες οι άλλες παρεμβάσεις στο χώρο του φαρμάκου επικεντρώθηκαν στην μείωση των ονομαστικών τιμών των φαρμάκων, στην επιβολή υποχρεωτικών επιστροφών από τη βιομηχανία στα Ταμεία (και προσφάτως και στα νοσοκομεία) και στην υιοθέτηση της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία. Οι παρεμβάσεις αυτές μπορεί να κατάφεραν να περιορίσουν τη συνολική αξία της εξωνοσοκομειακής αγοράς κατά 41% και τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κατά 62% σε σχέση με το 2009, όμως η στόχευσή τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα μονοδιάστατη ειδικά σε ό,τι αφορά στις τιμές των παλαιότερων καταξιωμένων θεραπειών, γεγονός που καθιστά αμφίβολη τη βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης.
Παρόλο που οι τιμές των φαρμάκων και ιδιαίτερα αυτές των παλαιότερων και των γενοσήμων που κατά τεκμήριο αποτελούν τις οικονομικότερες επιλογές, μειώνονται συνεχώς, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν όλο και περισσότερα χρήματα από την τσέπη τους για τα φάρμακά τους. Ταυτόχρονα, οι φαρμακευτικές εταιρείες καλούνται να καλύψουν την όποια υπέρβαση από τον υπερβολικά χαμηλό πλέον κλειστό προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ, μέσω του μηχανισμού του claw back το οποίο έχει φθάσει πλέον σε εξωφρενικά, μη βιώσιμα επίπεδα. Φυσικά αυτό συμβαίνει, γιατί αυξάνεται η ζήτηση και η εισαγωγή νέων ακριβότερων φαρμάκων στην αγορά, τα οποία αποζημιώνονται χωρίς να αξιολογείται αν προσφέρουν σημαντικά οφέλη σε σχέση με τις παλαιότερες θεραπείες.
Οι στόχοι που τέθηκαν σε σχέση με τον κλειστό προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ έλαβαν υπόψη μόνο το συνεχώς μειούμενο ΑΕΠ της χώρας και τον ανήγαγαν αυθαίρετα στο 1% αυτού, ως αν να ήταν εφικτό να φθάσει η χώρα μας σε τόσο σύντομο διάστημα τις επιδόσεις των ολοκληρωμένων και προσανατολισμένων συστημάτων των άλλων χωρών. Βέβαια η επίπτωση που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι σχεδόν το 1/3 της αξίας των φαρμάκων που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ να καταβάλλονται από τις εταιρείες ως υποχρεωτικές επιστροφές στον οργανισμό, ρύθμιση που κρίθηκε τόσο αποδοτική, ώστε να επεκταθεί από φέτος και στα νοσοκομεία. Όμως, οι συνεχείς εδώ και έξι χρόνια μειώσεις των τιμών, η συμπίεση του φαρμακευτικού προϋπολογισμού και οι υπερβολικές υποχρεωτικές επιστροφές έχουν πλέον φέρει την αγορά στα όρια της αντοχής της και ιδιαίτερα τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που καλούνται να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν σε ιδιαίτερα αντίξοο περιβάλλον. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με όλες τις πρόσφατες έρευνες και μελέτες η εγχώρια παραγωγική φαρμακοβιομηχανία διαθέτει τα προσόντα και έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης αποτελώντας μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα. Όμως η ανάπτυξη του κλάδου, προϋποθέτει την αλλαγή του σημερινού ασφυκτικού περιβάλλοντος που έχουν δημιουργήσει τα μονομερή και κοντόφθαλμα μέτρα των τελευταίων ετών. Η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας έχει καταθέσει επανειλημμένα τις προτάσεις της που αφορούν σε πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τον εξορθολογισμό του συστήματος τιμολόγησης, αποζημίωσης, συνταγογράφησης και διάθεσης των φαρμάκων, και τον έλεγχο του όγκου και του μίγματος που συνταγογραφείται. Οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να ενταχθούν σε μια ολοκληρωμένη Εθνική Πολιτική Φαρμάκου, που απαραίτητα θα λαμβάνει υπόψη την προστιθέμενη αξία των ελληνικών φαρμάκων και θα δίνει κίνητρα σε ιατρούς και φαρμακοποιούς για την επιλογή των οικονομικότερων θεραπειών.