Με συνέντευξή της στο “Υπογράφουμε ελληνικά”, η γενική Διευθύντρια της ΠΕΦ περιγράφει τη συμβολή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην οικονομία, αναφέρεται στα προβλήματα από τα μνημονιακά μέτρα και παρουσιάζει τις προτάσεις για την ενίσχυση του κλάδου.
Κυρία Κοσμοπούλου, ποια είναι η συμβολή της ελληνικής φαρμκοβιομηχανίας στην ελληνική οικονομία, την απασχόληση και την έρευνα και καινοτομία;
Η συμβολή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στο ελληνικό ΑΕΠ υπολογίζεται σε 2,8 δις ευρώ ετησίως. Οι ελληνικές εταιρείες παραγωγής φαρμάκων διαθέτουν 27 υπερσύγχρονα εργοστάσια και απασχολούν συνολικά 15.000 εργαζόμενους, ενώ επηρεάζουν εμμέσως περισσότερες από 50.000 θέσεις εργασίας. Παράλληλα, κάθε χρόνο επενδύουν για έρευνα και ανάπτυξη περίπου 30 εκατ. ευρώ σε 80 ερευνητικά προγράμματα. Τα ελληνικά φάρμακα εξάγονται σε 85 χώρες, ενώ η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους πιστοποιείται από τον ΕΟΦ, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) και τους ευρωπαϊκούς – και όχι μόνο – φορείς πιστοποίησης. Αποτελούν ένα ισχυρό brand name και χαίρουν της εμπιστοσύνης ιατρών και ασθενών στα πιο προηγμένα συστήματα υγείας διεθνώς. Ανεξάρτητες οικονομικές μελέτες, όπως του ΙΟΒΕ και της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey, περιλαμβάνουν τον κλάδο μας στους πλέον ελπιδοφόρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με δυνατότητα δημιουργίας χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας την επόμενη πενταετία.
Η οκταετής οικονομική ύφεση επηρέασαν αρνητικά όλους τους κλάδους της οικονομίας. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στον κλάδο του φαρμάκου και ειδικότερα στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία;
Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον επηρέασε αρνητικά την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, όπως και το σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Επιπροσθέτως, τα οριζόντια μέτρα που εφαρμόστηκαν για τον περιορισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, όπως οι συνεχείς υπερβολικές μειώσεις τιμών, οι υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας και επενδυτικών κινήτρων, διαμόρφωσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο πολλαπλής επιβάρυνσης για τις ελληνικές εταιρείες παραγωγής φαρμάκου. Μέσα σε αυτές τις σκληρές συνθήκες της οικονομικής κρίσης και των κρατικών παρεμβάσεων, οι ελληνικές εταιρείες κάνουν μεγάλη προσπάθεια διατήρησης των θέσεων εργασίας, δίνοντας παράλληλα μεγάλη έμφαση στην εξωστρέφεια.
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τα μνημόνια, όπως τονίζετε συχνά – πυκνά τα στελέχη της ΠΕΦ, έχουν πλήξει το ελληνικό φάρμακο. Γιατί πιστεύετε ότι συμφωνήθηκαν τέτοια μέτρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές;
Ως ένα σημείο, η φαρμακευτική δαπάνη είχε αυξηθεί υπέρμετρα στα χρόνια προ μνημονίου και έπρεπε να εξορθολογιστεί. Ωστόσο, ο περιορισμός της δαπάνης έγινε σχεδόν αποκλειστικά με οριζόντια μέτρα, χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο. Στην ουσία τέθηκαν φιλόδοξοι στόχοι και όταν δεν επετεύχθησαν – όπως ήταν επόμενο – προσφύγαμε σε δραματικές μειώσεις τιμών ανά εξάμηνο, σε συνδυασμό με υποχρεωτικές εκπτώσεις, ενώ η όποια υπέρβαση του προϋπολογισμού για τα φάρμακα καλυπτόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες μέσω υποχρεωτικών επιστροφών. Τα μέτρα αυτά επιβάρυναν δυσανάλογα τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες παρότι τα γενόσημα φάρμακα που κυρίως παράγουν, όχι μόνο δεν ευθύνονται για την αύξηση της δαπάνης, αλλά δημιουργούν σημαντικές εξοικονομήσεις για το Σύστημα Υγείας.
Οι αλλαγές στις τιμολογήσεις που έγιναν στη διάρκεια των οκτώ μνημονιακών ετών πόσο επηρέασαν την ελληνική φαρμοκοβιομηχανία;
Μέσα από συνεχείς ανατιμολογήσεις, από το 2009 έως σήμερα, οι τιμές των φαρμάκων της ελληνικής παραγωγής υπέστησαν μειώσεις που ξεπερνούν σωρευτικά το 70%, με τις τιμές ορισμένων να πέφτουν κάτω από τα 3 ευρώ. Σε συνδυασμό με την μη ύπαρξη αντίστοιχων πρωτοβουλιών για αύξηση της διείσδυσης τους στην αγορά, οι δραματικές μειώσεις των τιμών δημιούργησαν συνθήκες απαξίωσης των ελληνικών φαρμάκων, ενώ κατέστησαν το κόστος παραγωγής και κυκλοφορίας πολλών εξ αυτών απαγορευτικό. Αξιόπιστες, οικονομικές θεραπείες οδηγούνται σε απόσυρση από την αγορά και υποκαθίστανται από ακριβότερες, με αποτέλεσμα την αύξηση της πραγματικής φαρμακευτικής δαπάνης. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι συνεχείς ανατιμολογήσεις έφεραν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα στην πράξη. Σήμερα, όλοι οι αρμόδιοι φορείς συμφωνούν ότι είναι αναγκαίο ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής για τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης.
Και ποιες είναι οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις του rebate και clawback;
Με το πρόσφατη αναθεώρηση της νομοθεσίας το rebate βάσης σε όλα τα φάρμακα αυξήθηκε από 9% σε 14%. Είναι μια ακόμα επιβάρυνση που εφαρμόζεται αδιακρίτως, εντούτοις πλήττει ιδιαίτερα τα οικονομικά σκευάσματα. Παράλληλα, επιβλήθηκε πρόσθετο rebate 25% σε όλες τις νέες δραστικές ουσίες, το οποίο είναι αποτρεπτικό για την κυκλοφορία νέων καινοτόμων φαρμάκων στην ελληνική αγορά. Το πιο άδικο, όμως, μέτρο που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι το clawback. Πρόκειται για την υποχρεωτική επιστροφή από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς τους κρατικούς φορείς της υπέρβασης της ετήσιας προβλεπόμενης δαπάνης. Αν και όπου εφαρμόστηκε επρόκειτο για έκτακτο μέτρο έως ότου αρχίσουν να αποδίδουν οι διαρθρωτικές αλλαγές, στη χώρα μας έχει λάβει μόνιμο χαρακτήρα. Και παρά τα δυσβάστακτα οριζόντια μέτρα, η ετήσια επιβάρυνση μεγαλώνει διαρκώς: το 2012 το clawback ήταν στα 79 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος αναμένεται να ξεπεράσει τα 400 εκατ. ευρώ. Το clawback είναι μία βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια κάθε φαρμακευτικής εταιρείας που ανατρέπει διαρκώς κάθε οικονομικό σχεδιασμό. Είναι, παράλληλα, ιδιαιτέρως άδικο μέτρο για τις ελληνικές εταιρείες παραγωγής γενοσήμων, αφού τα σκευάσματά τους είναι κατά κανόνα οικονομικότερα από τα αντίστοιχα πρωτότυπα, παράγοντας, έτσι, εξοικονομήσεις για το σύστημα.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις και το ελληνικό brand name συνολικά, θεωρείτε ότι μπορεί να συνεισφέρει στην επανεκκίνηση της οικονομίας;
Η συνεισφορά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην εθνική οικονομία είναι πολύπλευρη. Τη δεκαετία 2002-2012, ο κλάδος μας προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 800 εκατ. ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων, εκσυγχρονισμό της παραγωγής και απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού, ενώ συνεισέφερε σημαντικά ποσά στα δημόσια ταμεία μέσω φόρων, εισφορών κ.α. Παράλληλα, έχει επιδείξει αξιοσημείωτη εξωστρέφεια και, όπως σημειώνεται στα σχετικά στοιχεία του ΙΟΒΕ, συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας το 2016. Τα ελληνικά φάρμακα έχουν ισχυρή παρουσία εκτός συνόρων, σε περισσότερες από 85 χώρες, και αποτελούν το 2ο κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας μετά τα πετρελαιοειδή. Έχει υπολογισθεί ότι για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται σε ελληνικό φάρμακο, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 3,42 ευρώ. Πρόκειται για έναν παραγωγικό τομέα που δημιουργεί σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, και έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική τα επόμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η Πολιτεία θα δώσει κίνητρα και θα προβεί στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές.
Ποια είναι γενικά τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα μας;
H πολιτικοοικονομική αστάθεια των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αλλαγές στην νομοθεσία και στο φορολογικό πλαίσιο και, φυσικά, την λιμνάζουσα για χρόνια γραφειοκρατία, αποτελούν τα σημαντικότερα εμπόδια για το ελληνικό επιχειρείν. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, οι μακροχρόνιες παθογένειες δεν έχουν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, ενώ προστίθενται συνεχώς «έκτακτα» μέτρα, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε επιχειρηματικό σχεδιασμό και αποτρέποντας δυνητικές επενδύσεις, εγχώριες και ξένες. Ο κλάδος του φαρμάκου κλήθηκε, επιπλέον, να αντιμετωπίσει συνεχείς μειώσεις τιμών και πρόσθετες υποχρεωτικές επιβαρύνσεις, όπως αναλύσαμε προηγουμένως, οι οποίες δημιούργησαν επιπλέον στρεβλώσεις. Είναι πια καιρός να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην εφαρμογή θεσμικών αλλαγών και αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, που θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου μας.
Επικρατεί η άποψη ότι οι μεγάλες άμεσες ξένες επενδύσεις μπορούν να φέρουν την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Πιστεύετε ότι μόνο αυτές αρκούν;
Είναι γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση για τις ιδιωτικές επενδύσεις εστιάζει δυσανάλογα στις άμεσες ξένες επενδύσεις και λιγότερο στις εγχώριες πρωτοβουλίες. Ωστόσο, μόνο ένα ισόρροπο μείγμα ξένων και εγχώριων επενδύσεων θα θέσει σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά την ελληνική οικονομία. Είναι, επομένως, αναγκαίο να δοθούν κίνητρα στους Έλληνες επιχειρηματίες να προχωρήσουν σε επενδύσεις στη χώρα μας. Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να διαμορφωθεί ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, να μειωθεί σημαντικά η άμεση και έμμεση φορολόγηση, να απλοποιηθεί το ασφαλιστικό σύστημα και να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές. Ο δρόμος για την ανάπτυξη περνάει αναγκαστικά από τη δημιουργία ενός ρυθμιστικού και οικονομικού περιβάλλοντος που θα είναι φιλικό προς την επιχειρηματική πρωτοβουλία.
Ποιες είναι οι προτάσεις της ΠΕΦ για την ανάπτυξη και την ενίσχυση του ελληνικού φαρμάκου και ποια θα είναι η συμβολή στην οικονομία και την απασχόληση, αν αυτές υιοθετηθούν;
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει καταθέσει τεκμηριωμένες προτάσεις στους αρμόδιους φορείς αλλά και στον δημόσιο διάλογο, σχετικά με την πολιτική φαρμάκου, ώστε να αρθεί το σημερινό αδιέξοδο. Έχουμε ζητήσει την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού συστήματος τιμολόγησης, με τις όποιες μειώσεις να γίνονται σε συνάρτηση με την αύξηση των όγκων, και με εφαρμογή κατώτατων τιμών που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των γενοσήμων φαρμάκων και την παραμονή τους στην αγορά. Παράλληλα, οι υποχρεωτικές επιστροφές στον ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να κατανέμονται με δίκαιο τρόπο, επιβαρύνοντας τα φάρμακα εκείνα που προκαλούν την υπέρβαση στη δαπάνη. Επιτακτική είναι και η ανάγκη εφαρμογής δεσμευτικών θεραπευτικών πρωτοκόλλων και ελέγχων στη συνταγογράφηση, με παράλληλη εισαγωγή κινήτρων για την αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων στην ελληνική αγορά. Μόνο έτσι θα μπορέσει να συγκρατηθεί η πραγματική φαρμακευτική δαπάνη και να εξασφαλιστούν πόροι για την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, όπου αυτές είναι απαραίτητες. Έχει υπολογιστεί ότι αν το 60% της εξωνοσοκομειακής αγοράς καλυφθεί από φάρμακα εγχώριας παραγωγής σε ανταγωνιστικές τιμές, η συνολική επίδραση στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι της τάξης των 3,5 δις ευρώ, ενώ θα δημιουργηθούν περισσότερες από 2.000 νέες θέσεις εργασίας, με παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας και της τεχνογνωσίας. Είναι φανερό ότι, υπό προϋποθέσεις, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να αναδειχθεί σε ηγέτιδα στην ανάπτυξη και παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και να μετατραπεί σταδιακά σε κέντρο έρευνας και φαρμακευτικής τεχνολογίας.
Κυρία Κοσμοπούλου, ο κλάδος του φαρμάκου έχει ως βάση την έρευνα και την καινοτομία. Η χώρα μας υστερεί. Ποια είναι τα εμπόδια που πρέπει να αρθούν;
Το ελληνικό φάρμακο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ερευνητικούς κλάδους στην Ελλάδα και μπορεί να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία μέσω της καινοτομίας. Οι εταιρείες-μέλη της ΠΕΦ επενδύουν περί τα 30 εκατ. ευρώ ετησίως και διεξάγουν έρευνες σε τομείς που σχετίζονται με αυτό που ονομάζουμε οριακή καινοτομία, δηλαδή σε καινοτόμες φαρμακευτικές μορφές, συστήματα χορήγησης, υβριδικών θεραπειών κλπ. Η ΠΕΦ έχει υπογραμμίσει επανειλημμένως την ανάγκη να ολοκληρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο για την ανάπτυξη κλινικών μελετών και να διαμορφωθεί ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον, με παράλληλη αποφόρτιση από την υψηλή φορολογία των επενδύσεων για έρευνα. Μόνο έτσι θα αρθεί η αβεβαιότητα και θα εκκινήσουν οι σχεδιασμοί για νέες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Παράλληλα, χρειάζεται να προωθηθεί περαιτέρω η διασύνδεση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων με τη φαρμακευτική βιομηχανία. Δυστυχώς, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί των τελευταίων ετών και η έλλειψη του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου έχουν ανακόψει την δυναμική των επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία, ενώ παρακολουθούμε και τη φυγή ταλαντούχων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, το λεγόμενο brain drain. Η ΠΕΦ τονίζει συνεχώς την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ορθολογικότερης φαρμακευτικής πολιτικής, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και την άμεση λήψη διαθρωτικών μέτρων, ώστε να εξοικονομηθούν οι αναγκαίοι πόροι και να διατεθούν στην έρευνα και ανάπτυξη.