Την περίοδο αυτή ξεκίνησαν οι διαδικασίες της δεύτερης ανατιμολόγησης των φαρμάκων για το 2017. Το γεγονός επικαιροποιεί τη συζήτηση για τον παραλογισμό που επικρατεί στο χώρο του φαρμάκου, με τη χώρα μας να είναι η μοναδική στην Ευρώπη που επιβάλει διαρκείς μονοσήμαντες μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, δύο φορές το χρόνο, παγιώνοντας ένα στρεβλό και αντιαναπτυξιακό σύστημα.
Αποτελεί ελληνικό παράδοξο η Πολιτεία να απαξιώνει διαρκώς το ελληνικό φάρμακο και να παραδίδει προνομιακά τη φαρμακευτική περίθαλψη των ασθενών – και βεβαίως τους περιορισμένους κοινωνικούς ασφαλιστικούς πόρους – στις ακριβές εισαγόμενες θεραπείες. Αυτό γίνεται κυρίως με την εφαρμογή δύο πολιτικών: Την πολιτική τιμών και την πολιτική υποχρεωτικών επιστροφών στο δημόσιο πόρων (κατά κύριο λόγο) της φαρμακοβιομηχανίας, λόγω υπέρβασης του προϋπολογισμού της αποζημιούμενης φαρμακευτικής δαπάνης (clawback και rebates).
Η πολιτική τιμών. Η Πολιτεία, με την καθοδήγηση των “θεσμών”, έχει υιοθετήσει εξωφρενικούς κανόνες τιμολόγησης, με βάση τους οποίους στα παλαιά καταξιωμένα οικονομικά φάρμακα – που αποτελούν τη βάση της ελληνικής παραγωγής – επιβάλλεται διαρκώς υπερβολική συμπίεση τιμών, δυσανάλογη με την ήπια αντιμετώπιση των ακριβών εισαγόμενων νέων σκευασμάτων. Αυτό έχει ως συνέπεια πολλά οικονομικά φάρμακα (συνήθως στοιχίζουν 2-3 ευρώ και καλύπτουν μηνιαία θεραπεία) να αδυνατούν να μείνουν στην αγορά με τις νέες τιμές και να οδηγούνται εκτός κυκλοφορίας. Μοιραία, η συνταγογράφηση στρέφεται σε πολύ ακριβότερα νέα εισαγόμενα σκευάσματα, με δεκαπλάσιες και εικοσαπλάσιες τιμές, προκειμένου να καλύψει το κενό που δημιουργείται στις φαρμακευτικές θεραπείες.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο παράδοξο. Την ίδια στιγμή που η Πολιτεία καταδικάζει την ελληνική παραγωγή με τιμές – παρωδία, αφήνει ανεξέλεγκτη την είσοδο στην αγορά ξένων φαρμάκων υψηλού κόστους που κοστίζουν χιλιάδες ευρώ, δεν είναι πάντα απαραίτητα και είναι αυτά που ευθύνονται ουσιαστικά για την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ποιος ωφελείται άραγε από την πολιτική αυτή; Σίγουρα όχι οι ασθενείς ούτε τα Ταμεία.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ισοπέδωση των τιμών στα ήδη οικονομικά φάρμακα επιβάλλεται για λόγους περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης. Ωστόσο, τα στοιχεία του 2016 ανατρέπουν αυτή τη δοξασία: γιατί η θεωρητική εξοικονόμηση (-53 εκατ. €) που επιτεύχθηκε από τη μείωση των τιμών των φθηνών φαρμάκων (που άλλωστε έχουν μερίδιο αγοράς στα επίπεδα του 20%) ισοφαρίστηκε άμεσα από την αύξηση του όγκου των συνταγών (+38 εκατ. €) και την μετατόπιση της συνταγογράφησης σε νεότερα ακριβότερα φάρμακα (+15 εκατ. €). Πρόκειται για μια ουτοπία που, ενώ δεν δημιούργησε εξοικονομήσεις, στην πράξη οδήγησε στην περαιτέρω συμπίεση της ελληνικής παραγωγής και το ξαναμοίρασμα της πίτας της φαρμακευτικής δαπάνης προς όφελος των εισαγωγών.
Αλλά αυτή η πολιτική έχει δυστυχώς και δομικές συνέπειες στο σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης: Γιατί η έξοδος από την αγορά των οικονομικών φαρμάκων σημειώνεται ακριβώς τη στιγμή που η παραμονή τους σε αυτή είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη γιατί δημιουργούν κρίσιμες ισορροπίες και οικονομίες στο σύστημα Υγείας. Η υποβάθμιση του εξισορροπητικού αυτού παράγοντα θα οδηγήσει σε διαρκείς υπερβάσεις στη φαρμακευτική δαπάνη αλλά και σε απαράδεκτη μακροπρόθεσμη εξάρτηση από τις ακριβές εισαγωγές.
Το εφεύρημα του clawback. Γιατί όμως κανείς αρμόδιος δεν ενδιαφέρεται για τις συνθήκες που οδηγούν στην αύξηση της πραγματικής δαπάνης στο φάρμακο; Γιατί απλά το δημόσιο δεν χρεώνεται τις υπερβάσεις. Έχει φροντίσει και μεταφέρει αυτό το κόστος στις επιχειρήσεις! Κάθε χρόνο που το πραγματικό κόστος των αποζημιούμενων φαρμακευτικών θεραπειών ξεπερνά το όριο του κλειστού προϋπολογισμού (1.945 εκατομύρια ευρώ) το επιπλέον ποσόν καλύπτεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Πρόκειται για το clawback, ένα απίστευτο εφεύρημα που ισχύει από το 2012 και φέτος θα ξεπεράσει τα 400 εκατομύρια ευρώ. Με αυτό το σύστημα των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηχανίας προς τον ΕΟΠΥΥ καλούνται οι επιχειρήσεις να καλύψουν, με τεράστιο κόστος, τις αδυναμίες της Πολιτείας και την αδράνειά της στην εφαρμογή των απαραίτητων διαρθρωτικών μέτρων που είναι αναγκαία να εξορθολογήσουν πραγματικά και όχι λογιστικά την αγορά.
Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτού του αδιανόητου μέτρου, η μεγάλη αδικία για την ελληνική παραγωγή είναι ότι πληρώνει πέναλτι για υπερβάσεις που δεν ευθύνεται: γιατί το clawback επιβάλλεται οριζόντια, με βάση τον τζίρο των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα αν τα φάρμακα που παράγουν ευθύνονται για τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού. Και είναι γνωστό ότι τις υπερβάσεις δεν τις κάνουν τα φτηνά ελληνικά γενόσημα φάρμακα αλλά τα ακριβά εισαγόμενα.
Με δεδομένες τις καταχρηστικές μειώσεις τιμών στα οικονομικά ελληνικά φάρμακα και τις υποχρεωτικές επιστροφές της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας (που πρακτικά αποτελούν μια επιπλέον μείωση της τιμής τους κατά 30-35%) η κατάσταση του κλάδου αγγίζει τα όρια της ασφυξίας.
Και αυτά όταν η φαρμακοβιομηχανία αναγνωρίζεται από το ίδιο το κράτος ως βασικός πυλώνας της οικονομίας που συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη και την απασχόληση.