Συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» παραχώρησε ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας κ. Θεόδωρος Τρύφων
Συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» (φύλλο 22/10) και τη δημοσιόγραφο Έλενα Φυντανίδου παραχώρησε ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας κ. Θεόδωρος Τρύφων. Μεταξύ άλλων, ο κ. Τρύφων επικεντρώθηκε στα εξής:
– Το σύστημα τιμολόγησης και αποζημίωσης είναι στρεβλό. Επικεντρώνεται άνισα και καταχρηστικά στην τιμολογιακή αφαίμαξη των παλαιών και δοκιμασμένων φαρμάκων και των γενοσήμων και επιφυλάσσει διαφορετική αντιμετώπιση στα νέα εισαγόμενα. Αυτό το σπιράλ απαξίωσης στρέφεται κυρίως κατά της ελληνικής παραγωγής.
– Είναι αυτονόητη η ανάγκη για εισαγωγή νέων καινοτόμων φαρμάκων, όμως, η χώρα δεν διαθέτει μηχανισμό αξιολόγησης καινοτομίας και δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποιο νέο φάρμακο έχει μία μοναδικότητα και ποιο είναι απαραίτητο στην φαρμακευτική περίθαλψη. Η ΠΕΦ και ο ΣΦΕΕ έχουν αναδείξει την σημασία της δημιουργίας ενός φορέα αξιολόγησης της καινοτομίας προκειμένου να γνωρίζουμε την σχέση αποτελεσματικότητας και τιμής ενός φαρμάκου και να το αποζημιώνουμε αναλόγως. Δεν μπορεί η Ελλάδα να παραμένει πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στην διείσδυση των νέων ακριβών φαρμάκων ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα τους.
– Τις διαρκώς αυξανόμενες υπερβάσεις στην φαρμακευτική δαπάνη και τις επιστροφές στο δημόσιο τις πληρώνει ως «πέναλτι» η βιομηχανία με τεράστιο και απρόβλεπτο κόστος για τις επιχειρήσεις. Αυτό επιβαρύνει, όμως, άνισα τα γενόσημα φάρμακα. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που επιβάλλει clawback στα γενόσημα, τα οποία αποτελούν και την κύρια παραγωγή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας.
– Η ΠΕΦ έχει υποβάλλει αναλυτικές προτάσεις σε κυβέρνηση και θεσμούς. Μεταρρύθμιση του συστήματος και εξορθολογισμός της αγοράς. Έλεγχος της συνταγογράφησης και ενίσχυση της διείσδυσης των γενοσήμων και οικονομικών φαρμάκων.
– Οι ελληνικές εταιρείες εμφανίζουν ένα πολύ δυνατό προφίλ εξωστρέφειας, ποιότητας και ανταγωνιστικότητας στην διεθνή αγορά. Τα ελληνικά φάρμακα είναι επώνυμα και έχουν κατακτήσει δύσκολες και απαιτητικές αγορές σε όλη την Ευρώπη και διεθνώς.
– Σε ότι αφορά τις εισαγωγές γενοσήμων από τρίτες χώρες, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία τις αντιμετωπίζει με πλεονέκτημα την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα, τις ανταγωνιστικές τιμές και τη διαχρονική αποδοχή των φαρμάκων της από τον ιατρικό κόσμο και τους ασθενείς. Επιμένουμε ότι η ελληνική αγορά μπορεί να καλύψει άμεσα έως το 60% των φαρμακευτικών αναγκών της χώρας στο εξωνοσοκομειακό τομέα και πάνω από το 50% στο νοσοκομειακό.
Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης του Προέδρου της ΠΕΦ, κ. Θεόδωρου Τρύφων στο «Βήμα της Κυριακής» έχει ως εξής:
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική φαρμακοβιομηχανία επιμένει ότι το σύστημα τιμολόγησης και αποζημίωσης φαρμάκων που ακολουθείται στην Ελλάδα δεν είναι βιώσιμο. Γιατί το λέτε αυτό;
Σαφώς και δεν είναι βιώσιμο ένα σύστημα που όλοι – και η κυβέρνηση – παραδέχονται ότι είναι στρεβλό. Ένα σύστημα δηλαδή που επικεντρώνεται άνισα και καταχρηστικά στην τιμολογιακή αφαίμαξη των παλαιών και δοκιμασμένων φαρμάκων (off patent) και των γενοσήμων, επιφυλάσσοντας διαφορετική αντιμετώπιση στα νέα εισαγόμενα. Τα γενόσημα φάρμακα στην Ελλάδα έχουν πολύ χαμηλό μερίδιο αγοράς, 22%, όταν το αντίστοιχο μερίδιό στις χώρες της Ευρώπης είναι 55% κατά μ.ο. Στα γενόσημα φάρμακα επιβάλλονται κάθε χρόνο μειώσεις 10% με 12%, την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχες μειώσεις στα τα νέα ακριβά εισαγόμενα φάρμακα είναι 1,5%-2%. Μόνο την περίοδο 2015-2017 οι τιμές των γενοσήμων υπέστησαν «κούρεμα» της τάξης του 31,9% όταν την ίδια περίοδο οι τιμές των εισαγόμενων νέων φαρμάκων μειώθηκαν 5,6%. Έχουμε λοιπόν μια παράλογη αντιμετώπιση των φτηνών φαρμάκων που επιπλέον έχουν μικρό όγκο στην αγορά. Πρόκειται για ένα σπιράλ τιμολογιακής απαξίωσης, που στρέφεται κυρίως κατά της ελληνικής παραγωγής. Τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης αφορούν όλους μας: οικονομικά και αποτελεσματικά φάρμακα (με τιμές από 1 έως 4 ευρώ) αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόσυρσης από την αγορά καθώς το κόστος παραγωγής τους είναι αδύνατο να καλυφθεί. Στη θέση τους συνταγογραφούνται αναπόφευκτα ακριβά και πολύ ακριβά εισαγόμενα φάρμακα και αυτό έχει δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία, τα Ταμεία και τους ασθενείς.
Δεν νομίζετε ότι πολλά νέα φάρμακα είναι καινοτόμα και απαραίτητα για ορισμένες κατηγορίες ασθενών;
Φυσικά και είναι αναγκαία η εισαγωγή νέων καινοτόμων φαρμάκων. Όμως συμβαίνει το σύστημα να μην διαθέτει ένα μηχανισμό αξιολόγησης, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αυτό έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να διακρίνει τι πραγματικά είναι νέο και καινοτόμο, ποιο δηλαδή νέο φάρμακο έχει μια μοναδικότητα και είναι απαραίτητο στην φαρμακευτική περίθαλψη. Δεν είναι βιώσιμο ένα σύστημα αποζημίωσης που δεν μπορεί να έχει αυτή τη δυνατότητα και αναπόφευκτα δεν μπορεί να σταματήσει την αναίτια υποκατάσταση των φθηνών παλαιών φαρμάκων από νέα ακριβά. Η ΠΕΦ, αλλά και ο ΣΦΕΕ, έχουν αναδείξει τη σημασία της δημιουργίας ενός φορέα αξιολόγησης της καινοτομίας προκειμένου να γνωρίζουμε την σχέση αποτελεσματικότητας και τιμής ενός φαρμάκου και να το αποζημιώνουμε αναλόγως. Δεν γίνεται, η Ελλάδα της κρίσης να εξακολουθεί να είναι “πρωταθλήτρια” στην Ευρώπη σε ό, τι αφορά στη διείσδυση νέων ακριβών φαρμάκων.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει προσφύγει στο ΣτΕ και για τις τιμές και για τα clawback. Ποια ακριβώς είναι η δικαιολογητική βάση της προσφυγής σας;
Οι προσφυγές εστιάζουν κυρίως στην άνιση και καταχρηστική αντιμετώπιση της ελληνικής παραγωγής. Για τις τιμές σας εξήγησα. Το σύστημα είναι μονοδιάστατο και θίγει βάναυσα τα οικονομικά γενόσημα φάρμακα που σε όλο τον κόσμο – πλην της χώρας μας – αποτελούν παράγοντα ισορροπίας στα συστήματα υγείας. Το θέμα των υποχρεωτικών επιστροφών πόρων στον ΕΟΠΥΥ (clawback και των rebates) είναι πιο σύνθετο. Στην Ελλάδα η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κινείται σε πολύ χαμηλό επίπεδο: Σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης, το ελληνικό δημόσιο δαπανά 30% λιγότερα χρήματα ανά κάτοικο για φαρμακευτική περίθαλψη. Δεδομένου ότι οι ανάγκες των ασθενών δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του αναγκαστικού «κλειστού» προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης των 1,945 εκατ. ευρώ, δημιουργούνται διαρκώς αυξανόμενες υπερβάσεις. Αυτές τις υπερβάσεις τις πληρώνει ως «πέναλτι» η βιομηχανία, με τεράστιο και απρόβλεπτο κόστος για τις επιχειρήσεις. Και εδώ όμως το «πέναλτι» αυτό επιβαρύνει άνισα τα γενόσημα φάρμακα. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που επιβάλλει clawback στα γενόσημα, τα οποία αποτελούν και την κύρια παραγωγή της φαρμακοβιομηχανίας της.
Τι άλλη λύση θα είχατε να προτείνετε;
Μεταρρύθμιση του συστήματος και εξορθολογισμό της αγοράς. Έλεγχο της συνταγογράφησης και ενίσχυση της διείσδυσης των γενοσήμων και των οικονομικών φαρμάκων. Έχουμε υποβάλλει αναλυτικές προτάσεις σε κυβέρνηση και θεσμούς. Για μας, το clawback αποτελεί εμβληματική παραδοχή της αποτυχίας ενός συστήματος που εστίασε μονομερώς στην λογιστική αντιμετώπιση της δαπάνης παρά στον δομικό εξορθολογισμό της φαρμακευτικής αγοράς. Αποτελεί πανευρωπαϊκό παράδοξο να καλείται η βιομηχανία να πληρώσει την αδυναμία της Πολιτείας να βάλει αξιόπιστους κανόνες ρύθμισης της αγοράς. Πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι το δημόσιο αδρανεί γιατί δεν πληρώνει αυτό τη ζημιά για την οποία ευθύνεται. Τη μεταθέτει στη βιομηχανία…
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παράγει κυρίως γενόσημα φάρμακα. Πως θα μπορούσατε να επιβιώσετε και σε μια διευρυμένη αγορά γενοσήμων όταν οι πολυεθνικές που παράγουν γενόσημα, πωλούν διεθνώς τα φάρμακά τους σε πολύ χαμηλές τιμές;
Οι ελληνικές εταιρείες εμφανίζουν ένα πολύ δυνατό προφίλ εξωστρέφειας, ποιότητας και ανταγωνιστικής τιμής στην διεθνή αγορά. Τα φάρμακα μας είναι επώνυμα και ήδη έχουν κατακτήσει ισχυρές και δύσκολες αγορές σε όλη την Ευρώπη και σε περισσότερες από 50 άλλες χώρες του κόσμου. Ως προς την εσωτερική αγορά, το συγκριτικό πλεονέκτημά μας είναι η ποιότητα, η αποτελεσματικότητα, οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές και η διαχρονική αποδοχή των φαρμάκων μας από τον ιατρικό κόσμο και τους ασθενείς. Θεωρούμε ότι η Πολιτεία και οι Θεσμοί θα πρέπει να βλέπουν την μεγάλη εικόνα. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να καλύψει το 60% των αναγκών της χώρας. Η ανάπτυξή της, με την τεράστια προστιθέμενη αξία που παράγει στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία, σε όρους επενδύσεων, απασχόλησης, φορολογικών εσόδων, τεχνογνωσίας, αξιοποίησης του επιστημονικού κεφαλαίου, οφείλουν να είναι από τις βασικές προτεραιότητες σε κάθε αναπτυξιακό σχέδιο οποιασδήποτε κυβέρνησης.